- τελέστρια
- τελέσ-τρια, ἡ, fem. of τελεστής, Suid.A s.v. Αἰσχίνης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τελέστρια — ἡ, ΜΑ βλ. τελεστής … Dictionary of Greek
τελεστρίας — τελεστρίᾱς , τελέστρια fem acc pl τελεστρίᾱς , τελέστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek